Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὴν πείρασιν

См. также в других словарях:

  • πείρασις — άσεως, ἡ, Α [πειρώ / πειρώμαι] 1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση 2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»