-
1 ἀπ-αρνέομαι
ἀπ-αρνέομαι, dep. pass., abschlagen, verweigern, οὐκ ἀπαρνοῠμαι τὸ μή Soph. Ai. 96; Ant. 439; τὴν πείρασιν Thuc. 6, 56; ablehnen, wie τοὔνομα Dem. 21, 189; ἀπαρνηϑῆναι Plat. Phaedr. 256 a; Sp.; läugnen, Her. 8, 69; οὐκ ἀπαρνήσεσϑαι, μὴ οὐχί Plat. Gorg. 461 c; in derselben Bedeutung ἀπαρνηϑήσομαι Soph. Phil. 523.
См. также в других словарях:
πείρασις — άσεως, ἡ, Α [πειρώ / πειρώμαι] 1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση 2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.) … Dictionary of Greek
PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… … Hofmann J. Lexicon universale